υπαξιωματικός

υπαξιωματικός
ο, Ν
στρ.
1. βαθμοφόρος τού στρατού, κατώτερος τού αξιωματικού
2. φρ. «στρατιωτικές σχολές υπαξιωματικών» — σχολές από τις οποίες αποφοιτούν οι μόνιμοι υπαξιωματικοί, τεχνικοί και μάχιμοι, τών ενόπλων δυνάμεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + αξιωματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπαξιωματικός — ο στρατιωτικός βαθμοφόρος με βαθμό μεταξύ στρατιώτη και ανθυπασπιστή: Ο λοχίας είναι υπαξιωματικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κελευστής — Υπαξιωματικός του πολεμικού ναυτικού. Κατά την αρχαιότητα, κ. ονομαζόταν εκείνος που όριζε τον ρυθμό της κωπηλασίας. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούσε ένα ραβδί ή μια σφύρα, την οποία χτυπούσε με μια σανίδα. Επίσης, τον ρυθμό έδιναν και οι… …   Dictionary of Greek

  • ίσταρχος — ό ναυτ. υπαξιωματικός που διευθύνει τους χειρισμούς τών ιστίων από το θωράκιο τού ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + αρχος (< ἀρχός «αρχηγός» < ἄρχω), πρβλ. εφήβ αρχος, φρούρ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • αποθηκάριος — ο [αποθήκη] νεοελλ. 1. ο υπεύθυνος, ο εντεταλμένος για την εποπτεία, τη διαχείριση της αποθήκης 2. στρ. υπαξιωματικός επιφορτισμένος με τη φύλαξη και διανομή στρατιωτικού υλικού ή τροφίμων στους οπλίτες …   Dictionary of Greek

  • αρχισαλπιγκτής — ο υπαξιωματικός, προγυμναστής και επικεφαλής των σαλπιγκτών στρατιωτικής μονάδας …   Dictionary of Greek

  • αρχισμηνίας — ο υπαξιωματικός της πολεμικής αεροπορίας …   Dictionary of Greek

  • αρχιτυμπανιστής — ο υπαξιωματικός προγυμναστής και επικεφαλής των τυμπανιστών σε στρατιωτική μονάδα …   Dictionary of Greek

  • βαθμός — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στην τεχνική και στην επιστημονική γλώσσα για να δείξει, χωρίς αξιώσεις επιστημονικής ακριβολογίας, το πόσο εντατικό εμφανίζεται ένα φαινόμενο (π.χ. το τάδε υλικό είναι σε μεγάλο βαθμό ανθεκτικό στη κάμψη). Η ίδια… …   Dictionary of Greek

  • γαλονάς — ο [γαλόνι (Ι)] αξιωματικός ή υπαξιωματικός ο βαθμός τού οποίου φαίνεται από τα γαλόνια τής στολής του …   Dictionary of Greek

  • δεκανέας — και δεκανεύς, ο ο κατώτερος υπαξιωματικός τής στρατιωτικής ιεραρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. δεκανός < δεκαν ία «δεκαρχία» < λατ. decānus «δεκάρχης». Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”